Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απαγωγή
-
αγωγός
-
διαγωγή
-
εξαγωγή
-
αναπαραγωγή
-
εισαγωγή
-
συναγωγή
-
καταγωγή
-
προαγωγή
-
παραγωγή
)
Συνώνυμα
εκπαίδευση
διδασκαλία
καθοδήγηση
3
Αντώνυμα
αμέλεια
παράλειψη
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η διαδικασία της εκπαίδευσης ή της καθοδήγησης κάποιου, συχνά με στόχο την ανάπτυξη γνώσεων, δεξιοτήτων ή χαρακτήρα.
Η ενέργεια ή η διαδικασία της μεταφοράς κάποιου σε έναν συγκεκριμένο τόπο, συνήθως για νομικούς ή ιατρικούς λόγους.
2
Παραδείγματα
Η αγωγή των παιδιών είναι βασική για την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με αγωγή.
2