Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαγώνισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγώνισμα
-
διαμέρισμα
-
διαγωνισμός
)
Συνώνυμα
εξέταση
τέστ
διαγνωστική
αξιολόγηση
4
Αντώνυμα
ανάπαυση
ανακούφιση
χαλάρωση
3
Ορισμός
Μια επίσημη δοκιμασία γνώσεων ή ικανοτήτων σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
Μια διαδικασία αξιολόγησης που χρησιμοποιείται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα.
2
Παραδείγματα
Το διαγώνισμα στα μαθηματικά θα γίνει την επόμενη εβδομάδα.
Πρέπει να μελετήσω πολύ για το διαγώνισμα της ιστορίας.
2