1. Λέξη
    διαγώνισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αγώνισμα - διαμέρισμα - διαγωνισμός)
  2. Συνώνυμα
    • εξέταση
    • τέστ
    • διαγνωστική
    • αξιολόγηση
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανάπαυση
    • ανακούφιση
    • χαλάρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Μια επίσημη δοκιμασία γνώσεων ή ικανοτήτων σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
    • Μια διαδικασία αξιολόγησης που χρησιμοποιείται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το διαγώνισμα στα μαθηματικά θα γίνει την επόμενη εβδομάδα.
    • Πρέπει να μελετήσω πολύ για το διαγώνισμα της ιστορίας.
    2