Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαμέρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαγώνισμα
-
διαμέτρημα
)
Συνώνυμα
κατοικία
σπίτι
κατάλυμα
3
Αντώνυμα
ανοιχτός χώρος
έκταση
2
Ορισμός
Μια αυτόνομη μονάδα κατοικίας σε ένα κτίριο που περιλαμβάνει πολλά τέτοια διαμερίσματα.
Ένας χώρος που χρησιμοποιείται ως κατοικία, συνήθως μέρος ενός μεγαλύτερου κτιρίου.
2
Παραδείγματα
Το νέο μου διαμέρισμα έχει υπέροχη θέα στη θάλασσα.
Ψάχνω για ένα διαμέρισμα κοντά στο κέντρο της πόλης.
2