1. Λέξη
    διαμέρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαγώνισμα - διαμέτρημα)
  2. Συνώνυμα
    • κατοικία
    • σπίτι
    • κατάλυμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτός χώρος
    • έκταση
    2
  4. Ορισμός
    • Μια αυτόνομη μονάδα κατοικίας σε ένα κτίριο που περιλαμβάνει πολλά τέτοια διαμερίσματα.
    • Ένας χώρος που χρησιμοποιείται ως κατοικία, συνήθως μέρος ενός μεγαλύτερου κτιρίου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το νέο μου διαμέρισμα έχει υπέροχη θέα στη θάλασσα.
    • Ψάχνω για ένα διαμέρισμα κοντά στο κέντρο της πόλης.
    2