1. Λέξη
    διακρίνω (ρήμα) - (παρόμοια: ανακρίνω - κρίνω - κατακρίνω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεχωρίζω
    • διαφοροποιώ
    • ξεχωρίζω
    • διακρίνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • συγχέω
    • ανακατεύω
    • ταυτίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αναγνωρίζω ή να διαφοροποιώ κάτι από κάτι άλλο.
    • Να κρίνω ή να αξιολογώ με βάση ορισμένα κριτήρια.
    • Να δίνω προσοχή ή να επισημαίνω μια διαφορά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μπορείς να διακρίνεις τις διαφορές μεταξύ των δύο εικόνων;
    • Ο δάσκαλος διακρίνει τους μαθητές με βάση τις επιδόσεις τους.
    • Η αστυνομία διακρίνει τα στοιχεία που είναι σημαντικά για την έρευνα.
    3