Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακρίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανακρίνω
-
κρίνω
-
κατακρίνω
)
Συνώνυμα
ξεχωρίζω
διαφοροποιώ
ξεχωρίζω
διακρίνω
4
Αντώνυμα
συγχέω
ανακατεύω
ταυτίζω
3
Ορισμός
Να αναγνωρίζω ή να διαφοροποιώ κάτι από κάτι άλλο.
Να κρίνω ή να αξιολογώ με βάση ορισμένα κριτήρια.
Να δίνω προσοχή ή να επισημαίνω μια διαφορά.
3
Παραδείγματα
Μπορείς να διακρίνεις τις διαφορές μεταξύ των δύο εικόνων;
Ο δάσκαλος διακρίνει τους μαθητές με βάση τις επιδόσεις τους.
Η αστυνομία διακρίνει τα στοιχεία που είναι σημαντικά για την έρευνα.
3