1. Λέξη
    ανακρίνω (ρήμα) - (παρόμοια: διακρίνω - ανασαίνω - κρίνω - ανασταίνω - ανακριτής - κατακρίνω)
  2. Συνώνυμα
    • εξετάζω
    • ερωτώ
    • ανασκοπώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Εξετάζω κάποιον επίσημα, συνήθως σε δικαστικό πλαίσιο, για να λάβω πληροφορίες ή ομολογίες.
    • Εξετάζω λεπτομερώς ένα θέμα ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ανακριτής θα ανακρίνει τον ύποπτο αύριο.
    • Πρέπει να ανακρίνουμε τα στοιχεία προσεκτικά πριν πάρουμε μια απόφαση.
    2