Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακρίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
διακρίνω
-
ανασαίνω
-
κρίνω
-
ανασταίνω
-
ανακριτής
-
κατακρίνω
)
Συνώνυμα
εξετάζω
ερωτώ
ανασκοπώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
2
Ορισμός
Εξετάζω κάποιον επίσημα, συνήθως σε δικαστικό πλαίσιο, για να λάβω πληροφορίες ή ομολογίες.
Εξετάζω λεπτομερώς ένα θέμα ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο ανακριτής θα ανακρίνει τον ύποπτο αύριο.
Πρέπει να ανακρίνουμε τα στοιχεία προσεκτικά πριν πάρουμε μια απόφαση.
2