Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακριτικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διακριτικό
-
διακριτικός
-
διορατικότητα
-
δημοτικότητα
)
Συνώνυμα
ευγένεια
τακτικότητα
σεμνότητα
3
Αντώνυμα
αδιακρισία
αγένεια
απρέπεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του διακριτικού, η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από σεβασμό και ευαισθησία προς τους άλλους.
Η ικανότητα να ενεργεί κανείς με τρόπο που δεν προκαλεί δυσφορία ή ενόχληση στους γύρω του.
2
Παραδείγματα
Η διακριτικότητά του έκανε όλους να νιώθουν άνετα στην παρουσία του.
Επισκέφτηκε το σπίτι μου με μεγάλη διακριτικότητα, χωρίς να θέλει να μας δημιουργήσει κόπο.
2