Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορατικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διορατικός
-
διακριτικότητα
-
δημοτικότητα
-
πραγματικότητα
-
μυστικότητα
-
σχετικότητα
-
εγκληματικότητα
)
Συνώνυμα
οξυδέρκεια
διακριτικότητα
προνοητικότητα
3
Αντώνυμα
απροσεξία
αφέλεια
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η ικανότητα να βλέπει κανείς με σαφήνεια και βαθιά κατανόηση.
Η ικανότητα να προβλέπει κανείς με ακρίβεια μελλοντικές εξελίξεις.
2
Παραδείγματα
Η διορατικότητά του του επέτρεψε να αποφύγει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις.
Χρειάζεται μεγάλη διορατικότητα για να διαχειριστείς τόσο περίπλοκα ζητήματα.
2