1. Λέξη
    διακυβεύεται (ρήμα) - (παρόμοια: διακυβεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • παίζεται
    • κινδυνεύει
    • απειλείται
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασώζεται
    • προστατεύεται
    • ασφαλίζεται
    3
  4. Ορισμός
    • Βρίσκεται σε κίνδυνο ή αμφισβητείται.
    • Υποβάλλεται σε δοκιμασία ή κίνδυνο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ζωή του διακυβεύεται σε αυτό το επικίνδυνο ταξίδι.
    • Η ελευθερία μας διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές.
    2