1. Λέξη
    διακυβεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διακυβεύεται - διαλύομαι - διαπραγματεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ριψοκινδυνεύω
    • παίζομαι
    • κινδυνεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασφαλίζομαι
    • προστατεύομαι
    • διαφυλάσσομαι
    3
  4. Ορισμός
    • εκτελώ μια ενέργεια που περιλαμβάνει κίνδυνο ή αβεβαιότητα
    • βάζω κάτι σε κίνδυνο
    • συμμετέχω σε ένα παιχνίδι ή μια διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Διακυβεύεται η ζωή του με αυτή την επικίνδυνη αποστολή.
    • Η επιχείρησή του διακυβεύεται λόγω των οικονομικών δυσκολιών.
    • Διακυβεύεται η νίκη της ομάδας μας στο τελευταίο λεπτό του αγώνα.
    3