Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακυβεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διακυβεύεται
-
διαλύομαι
-
διαπραγματεύομαι
)
Συνώνυμα
ριψοκινδυνεύω
παίζομαι
κινδυνεύω
3
Αντώνυμα
ασφαλίζομαι
προστατεύομαι
διαφυλάσσομαι
3
Ορισμός
εκτελώ μια ενέργεια που περιλαμβάνει κίνδυνο ή αβεβαιότητα
βάζω κάτι σε κίνδυνο
συμμετέχω σε ένα παιχνίδι ή μια διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα
3
Παραδείγματα
Διακυβεύεται η ζωή του με αυτή την επικίνδυνη αποστολή.
Η επιχείρησή του διακυβεύεται λόγω των οικονομικών δυσκολιών.
Διακυβεύεται η νίκη της ομάδας μας στο τελευταίο λεπτό του αγώνα.
3