Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαλυθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διαλύω
-
διαλυμένος
)
Συνώνυμα
διασκορπίζομαι
εξαφανίζομαι
χάνομαι
3
Αντώνυμα
ενώνω
συγκεντρώνω
δημιουργώ
3
Ορισμός
Να σταματήσει να υπάρχει ως ενιαίο σύνολο ή να διασπαστεί σε μικρότερα μέρη.
Να εξαφανιστεί ή να χαθεί σταδιακά.
2
Παραδείγματα
Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, η κεντρική εξουσία διαλύθηκε γρήγορα.
Οι νέφη άρχισαν να διαλύονται με το πρώτο πρωινό φως.
2