Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαλυμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
διαολεμένος
-
διαζευγμένος
-
διαταραγμένος
-
διατεθειμένος
-
διακεκριμένος
-
διψασμένος
-
διχασμένος
-
καλυμμένος
-
δεμένος
-
διαλυθώ
-
δεσμευμένος
)
Συνώνυμα
αποσυντεθειμένος
διαλυμένος
χαλασμένος
διαλυμένος
4
Αντώνυμα
ενωμένος
συγκεκριμένος
στερεός
αδιάλυτος
4
Ορισμός
που έχει διαλυθεί ή αποσυντεθεί σε μικρότερα μέρη ή συστατικά
που δεν είναι πλέον ενωμένος ή συγκεντρωμένος
που έχει χαλάσει η δομή ή η οργάνωσή του
3
Παραδείγματα
Το αλάτι ήταν πλήρως διαλυμένο στο νερό.
Μετά τη συζήτηση, η ομάδα ήταν διαλυμένη και χωρίς κατεύθυνση.
Οι διαλυμένες ύλες στον αέρα μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες.
3