1. Συνώνυμα
    • αποσυντεθειμένος
    • διαλυμένος
    • χαλασμένος
    • διαλυμένος
    4
  2. Αντώνυμα
    • ενωμένος
    • συγκεκριμένος
    • στερεός
    • αδιάλυτος
    4
  3. Ορισμός
    • που έχει διαλυθεί ή αποσυντεθεί σε μικρότερα μέρη ή συστατικά
    • που δεν είναι πλέον ενωμένος ή συγκεντρωμένος
    • που έχει χαλάσει η δομή ή η οργάνωσή του
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το αλάτι ήταν πλήρως διαλυμένο στο νερό.
    • Μετά τη συζήτηση, η ομάδα ήταν διαλυμένη και χωρίς κατεύθυνση.
    • Οι διαλυμένες ύλες στον αέρα μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες.
    3