Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαμέτρημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μέτρημα
-
διαμέρισμα
)
Συνώνυμα
μέτρηση
καταμέτρηση
υπολογισμός
3
Αντώνυμα
αμέτρητο
ακαταμέτρητο
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της μέτρησης.
Η εκτίμηση ή ο υπολογισμός μιας ποσότητας.
2
Παραδείγματα
Το διαμέτρημα του χρόνου που απαιτήθηκε ήταν ακριβές.
Οι ειδικοί έκαναν ένα ακριβές διαμέτρημα των υλικών που χρειάστηκαν.
2