1. Λέξη
    διαμαρτύρομαι (ρήμα) - (παρόμοια: διαμαρτυρία)
  2. Συνώνυμα
    • διαδηλώνω
    • εκφράζω αντίθεση
    • αντιδρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμφωνώ
    • επικυρώνω
    • υποστηρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω δημόσια την αντίθεσή μου ή τη δυσαρέσκειά μου για κάτι.
    • Προβάλλω έντονη ένσταση ή αντιρρήσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πολίτες διαμαρτυρήθηκαν για τις νέες φορολογικές πολιτικές.
    • Διαμαρτυρήθηκα στον διευθυντή για τις άδικες πρακτικές της εταιρείας.
    2