Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαμαρτυρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαρτυρία
-
διαμαρτύρομαι
)
Συνώνυμα
ένσταση
αντίρρηση
επιφύλαξη
3
Αντώνυμα
συμφωνία
αποδοχή
συγκατάθεση
3
Ορισμός
Επίσημη ή δημόσια έκφραση αντίθεσης ή δυσαρέσκειας.
Η πράξη του να εκφράζει κανείς τη διαφωνία του με κάτι.
2
Παραδείγματα
Οι πολίτες οργάνωσαν διαμαρτυρία ενάντια στη νέα πολιτική.
Η διαμαρτυρία των εργαζομένων κράτησε πολλές ώρες.
2