Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διανοούμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διανοούμαι
-
αγνοούμενος
-
ηγούμενος
)
Συνώνυμα
πνευματικός
διανοούμενος
συγγραφέας
φιλόσοφος
4
Αντώνυμα
αγράμματος
αμόρφωτος
αδαής
3
Ορισμός
Άτομο με υψηλή διανοητική ικανότητα και εκπαίδευση.
Πρόσωπο που ασχολείται με τη μελέτη και την έρευνα σε διάφορους τομείς της γνώσης.
2
Παραδείγματα
Ο διανοούμενος έγραψε πολλά βιβλία για τη φιλοσοφία.
Σε αυτή τη συνάντηση συμμετείχαν πολλοί διανοούμενοι από διαφορετικούς κλάδους.
2