1. Λέξη
    διανοούμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διανοούμαι - αγνοούμενος - ηγούμενος)
  2. Συνώνυμα
    • πνευματικός
    • διανοούμενος
    • συγγραφέας
    • φιλόσοφος
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγράμματος
    • αμόρφωτος
    • αδαής
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο με υψηλή διανοητική ικανότητα και εκπαίδευση.
    • Πρόσωπο που ασχολείται με τη μελέτη και την έρευνα σε διάφορους τομείς της γνώσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διανοούμενος έγραψε πολλά βιβλία για τη φιλοσοφία.
    • Σε αυτή τη συνάντηση συμμετείχαν πολλοί διανοούμενοι από διαφορετικούς κλάδους.
    2