1. Λέξη
    διανοούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: διανοούμενος - διηγούμαι - αγνοούμαι - δικαιούμαι - διανομή)
  2. Συνώνυμα
    • σκέφτομαι
    • αντιλαμβάνομαι
    • κατανοώ
    • εξετάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    • αμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να χρησιμοποιώ τη νοημοσύνη μου για να κατανοήσω ή να σκεφτώ κάτι.
    • Να έχω μια συγκεκριμένη άποψη ή γνώμη για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Διανοούμαι ότι αυτό το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και χρειάζεται προσεκτική ανάλυση.
    • Πολλοί διανοούνται ότι η αλλαγή του κλίματος είναι μια σοβαρή απειλή.
    2