Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διανοούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
διανοούμενος
-
διηγούμαι
-
αγνοούμαι
-
δικαιούμαι
-
διανομή
)
Συνώνυμα
σκέφτομαι
αντιλαμβάνομαι
κατανοώ
εξετάζω
4
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
αμελώ
3
Ορισμός
Να χρησιμοποιώ τη νοημοσύνη μου για να κατανοήσω ή να σκεφτώ κάτι.
Να έχω μια συγκεκριμένη άποψη ή γνώμη για κάτι.
2
Παραδείγματα
Διανοούμαι ότι αυτό το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και χρειάζεται προσεκτική ανάλυση.
Πολλοί διανοούνται ότι η αλλαγή του κλίματος είναι μια σοβαρή απειλή.
2