1. Λέξη
    διαολεμένη (επίθετο) - (παρόμοια: διαολεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κατάρατη
    • εξοργιστική
    • ματαιόσπουδη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευλογημένη
    • ευχάριστη
    • γλυκιά
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί μεγάλη ενόχληση ή δυσφορία.
    • Που χαρακτηρίζεται από έντονη δυσαρέσκεια ή θυμό.
    • Που θεωρείται ανυπόφορος ή αφόρητα ενοχλητικός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή η διαολεμένη ζέστη δεν αντέχεται!
    • Η διαολεμένη δουλειά δεν τελειώνει ποτέ.
    • Έχασα το διαολεμένο κλειδί μου πάλι.
    3