Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαολεμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
διαολεμένος
)
Συνώνυμα
κατάρατη
εξοργιστική
ματαιόσπουδη
3
Αντώνυμα
ευλογημένη
ευχάριστη
γλυκιά
3
Ορισμός
Που προκαλεί μεγάλη ενόχληση ή δυσφορία.
Που χαρακτηρίζεται από έντονη δυσαρέσκεια ή θυμό.
Που θεωρείται ανυπόφορος ή αφόρητα ενοχλητικός.
3
Παραδείγματα
Αυτή η διαολεμένη ζέστη δεν αντέχεται!
Η διαολεμένη δουλειά δεν τελειώνει ποτέ.
Έχασα το διαολεμένο κλειδί μου πάλι.
3