1. Συνώνυμα
    • κατάρατος
    • εξοργισμένος
    • θυμωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευτυχισμένος
    • γενναιόδωρος
    • ειρηνικός
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει θυμώσει πολύ ή είναι πολύ ενοχλημένος
    • που έχει σχέση με τον διάβολο ή φαίνεται να έχει δαιμονική επιρροή
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν τόσο διαολεμένος που έσπασε το τηλέφωνο του.
    • Ο διαολεμένος καιρός μας έκανε να ακυρώσουμε το πικνίκ.
    2