Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαολεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
διαολεμένη
-
διαλυμένος
-
δεμένος
-
διαζευγμένος
-
διακεκριμένος
-
διαταραγμένος
-
διατεθειμένος
-
διχασμένος
-
διψασμένος
)
Συνώνυμα
κατάρατος
εξοργισμένος
θυμωμένος
3
Αντώνυμα
ευτυχισμένος
γενναιόδωρος
ειρηνικός
3
Ορισμός
που έχει θυμώσει πολύ ή είναι πολύ ενοχλημένος
που έχει σχέση με τον διάβολο ή φαίνεται να έχει δαιμονική επιρροή
2
Παραδείγματα
Ήταν τόσο διαολεμένος που έσπασε το τηλέφωνο του.
Ο διαολεμένος καιρός μας έκανε να ακυρώσουμε το πικνίκ.
2