1. Λέξη
    διασημότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαθεσιμότητα)
  2. Συνώνυμα
    • διάσημος
    • αστέρας
    • κορυφαίος
    • επιφανής
    4
  3. Αντώνυμα
    • άγνωστος
    • αφανής
    • ανώνυμος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που είναι ευρέως γνωστό και αναγνωρίσιμο, συνήθως λόγω επιτυχιών ή συμμετοχής σε δημόσιες δραστηριότητες.
    • Κάποιος που έχει μεγάλη φήμη ή δημοτικότητα σε έναν συγκεκριμένο τομέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διασημότητα του ηθοποιού τον έκανε να είναι αναγνωρίσιμος παντού.
    • Πολλές διασημότητες συμμετέχουν σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις.
    2