Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασημότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαθεσιμότητα
)
Συνώνυμα
διάσημος
αστέρας
κορυφαίος
επιφανής
4
Αντώνυμα
άγνωστος
αφανής
ανώνυμος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που είναι ευρέως γνωστό και αναγνωρίσιμο, συνήθως λόγω επιτυχιών ή συμμετοχής σε δημόσιες δραστηριότητες.
Κάποιος που έχει μεγάλη φήμη ή δημοτικότητα σε έναν συγκεκριμένο τομέα.
2
Παραδείγματα
Η διασημότητα του ηθοποιού τον έκανε να είναι αναγνωρίσιμος παντού.
Πολλές διασημότητες συμμετέχουν σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις.
2