Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαθεσιμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διασημότητα
-
θνησιμότητα
-
χρησιμότητα
)
Συνώνυμα
προσβασιμότητα
διαθετότητα
προσφορά
3
Αντώνυμα
απούληση
έλλειψη
απώλεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάτι διαθέσιμο ή προσβάσιμο.
Η ποσότητα ή ο αριθμός των διαθέσιμων αντικειμένων ή υπηρεσιών.
2
Παραδείγματα
Η διαθεσιμότητα των εισιτηρίων για το συναυλία είναι περιορισμένη.
Η διαθεσιμότητα του προϊόντος στο κατάστημα είναι υψηλή.
2