1. Λέξη
    διασπορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαφορά - διαφθορά)
  2. Συνώνυμα
    • εκδιάδοση
    • διασκόρπιση
    • διασκορπισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκέντρωση
    • ενσωμάτωση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασπείρω, δηλαδή της εξάπλωσης ή της διάδοσης σε διάφορες κατευθύνσεις ή περιοχές.
    • Στη βιολογία, η διαδικασία με την οποία οι σπόροι, οι καρποί ή άλλα αναπαραγωγικά μέρη των φυτών μεταφέρονται σε νέες περιοχές.
    • Στην κοινωνιολογία, η εξάπλωση μιας εθνοτικής ή πολιτιστικής ομάδας σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η διασπορά των σπόρων γίνεται συχνά με τη βοήθεια του ανέμου.
    • Η ελληνική διασπορά είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
    • Η διασπορά των πληροφοριών μέσω των κοινωνικών δικτύων είναι πλέον σχεδόν άμεση.
    3