Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασπορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαφορά
-
διαφθορά
)
Συνώνυμα
εκδιάδοση
διασκόρπιση
διασκορπισμός
3
Αντώνυμα
συγκέντρωση
ενσωμάτωση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασπείρω, δηλαδή της εξάπλωσης ή της διάδοσης σε διάφορες κατευθύνσεις ή περιοχές.
Στη βιολογία, η διαδικασία με την οποία οι σπόροι, οι καρποί ή άλλα αναπαραγωγικά μέρη των φυτών μεταφέρονται σε νέες περιοχές.
Στην κοινωνιολογία, η εξάπλωση μιας εθνοτικής ή πολιτιστικής ομάδας σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές.
3
Παραδείγματα
Η διασπορά των σπόρων γίνεται συχνά με τη βοήθεια του ανέμου.
Η ελληνική διασπορά είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η διασπορά των πληροφοριών μέσω των κοινωνικών δικτύων είναι πλέον σχεδόν άμεση.
3