1. Λέξη
    διαφθορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαφορά - διασπορά - φθορά - διαφθείρω)
  2. Συνώνυμα
    • δωροδοκία
    • κακοδιαχείριση
    • απάτη
    3
  3. Αντώνυμα
    • τιμιότητα
    • εντιμότητα
    • ακεραιότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικό όφελος, συχνά παραβιάζοντας ηθικούς ή νομικούς κανόνες.
    • Η υποβάθμιση της ηθικής ή της φυσικής κατάστασης κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διαφθορά στην πολιτική είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που επηρεάζει την ανάπτυξη της χώρας.
    • Η διαφθορά του περιβάλλοντος οφείλεται στην υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
    2