Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφθορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαφορά
-
διασπορά
-
φθορά
-
διαφθείρω
)
Συνώνυμα
δωροδοκία
κακοδιαχείριση
απάτη
3
Αντώνυμα
τιμιότητα
εντιμότητα
ακεραιότητα
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικό όφελος, συχνά παραβιάζοντας ηθικούς ή νομικούς κανόνες.
Η υποβάθμιση της ηθικής ή της φυσικής κατάστασης κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η διαφθορά στην πολιτική είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που επηρεάζει την ανάπτυξη της χώρας.
Η διαφθορά του περιβάλλοντος οφείλεται στην υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
2