Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασταυρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σταυρώνω
)
Συνώνυμα
συνδέω
συνδυάζω
ενώνω
3
Αντώνυμα
διαχωρίζω
αποσυνδέω
ξεχωρίζω
3
Ορισμός
Να συνδέω ή να ενώνω διαφορετικά πράγματα ή ιδέες.
Να διασταυρώνω πληροφορίες ή δεδομένα για να επιβεβαιώσω την ακρίβειά τους.
Στη βιολογία, να αναπαράγω δύο διαφορετικούς οργανισμούς για να δημιουργήσω έναν νέο.
3
Παραδείγματα
Διασταύρωσε τα στοιχεία από δύο διαφορετικές πηγές για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακριβή.
Οι επιστήμονες διασταυρώνουν δύο είδη φυτών για να δημιουργήσουν ένα νέο, πιο ανθεκτικό.
Πρέπει να διασταυρώσουμε τις απόψεις μας πριν καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
3