1. Λέξη
    διασταυρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: σταυρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • συνδέω
    • συνδυάζω
    • ενώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαχωρίζω
    • αποσυνδέω
    • ξεχωρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να συνδέω ή να ενώνω διαφορετικά πράγματα ή ιδέες.
    • Να διασταυρώνω πληροφορίες ή δεδομένα για να επιβεβαιώσω την ακρίβειά τους.
    • Στη βιολογία, να αναπαράγω δύο διαφορετικούς οργανισμούς για να δημιουργήσω έναν νέο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Διασταύρωσε τα στοιχεία από δύο διαφορετικές πηγές για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακριβή.
    • Οι επιστήμονες διασταυρώνουν δύο είδη φυτών για να δημιουργήσουν ένα νέο, πιο ανθεκτικό.
    • Πρέπει να διασταυρώσουμε τις απόψεις μας πριν καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
    3