1. Λέξη
    σταυρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: διασταυρώνω - σταυρώσω - στρώνω - σταυρός)
  2. Συνώνυμα
    • καταδικάζω
    • εκτελώ
    • θανάτωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθωώνω
    • σώζω
    • ελευθερώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ κάποιον με σταύρωση, μια αρχαία μορφή θανατικής ποινής.
    • Βάζω κάποιον σε πολύ δύσκολη θέση ή τον βασανίζω ψυχολογικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να σταυρώνουν τους εγκληματίες.
    • Με σταυρώνουν με τις συνεχείς απαιτήσεις τους στη δουλειά.
    2