Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαστημόπλοιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαστημικός
)
Συνώνυμα
διαστημικό σκάφος
διαστημικό όχημα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα όχημα σχεδιασμένο για να ταξιδεύει ή να λειτουργεί στο διάστημα.
Μια κατασκευή που χρησιμοποιείται για την εξερεύνηση του διαστήματος ή τη μεταφορά ανθρώπων και υλικών εκτός της ατμόσφαιρας της Γης.
2
Παραδείγματα
Το διαστημόπλοιο ταξίδεψε στον Άρη για να συλλέξει δεδομένα.
Η NASA σχεδιάζει ένα νέο διαστημόπλοιο για αποστολές στο φεγγάρι.
2