1. Λέξη
    διαστημόπλοιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαστημικός)
  2. Συνώνυμα
    • διαστημικό σκάφος
    • διαστημικό όχημα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα όχημα σχεδιασμένο για να ταξιδεύει ή να λειτουργεί στο διάστημα.
    • Μια κατασκευή που χρησιμοποιείται για την εξερεύνηση του διαστήματος ή τη μεταφορά ανθρώπων και υλικών εκτός της ατμόσφαιρας της Γης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το διαστημόπλοιο ταξίδεψε στον Άρη για να συλλέξει δεδομένα.
    • Η NASA σχεδιάζει ένα νέο διαστημόπλοιο για αποστολές στο φεγγάρι.
    2