1. Λέξη
    διασχίσω (ρήμα) - (παρόμοια: διασχίζω)
  2. Συνώνυμα
    • περάσω
    • διαβρώ
    • διαπεράσω
    • διατρέχω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητοποιούμαι
    • παραμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Περνώ από έναν χώρο ή μια περιοχή, συνήθως με δυσκολία ή μεγάλη απόσταση.
    • Διανύω μια διαδρομή ή μια απόσταση.
    • Επεκτείνω ή εκτείνομαι σε μια μεγάλη έκταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι εξερευνητές κατάφεραν να διασχίσουν την έρημο.
    • Το ποτάμι διασχίζει ολόκληρη την κοιλάδα.
    • Η γέφυρα διασχίζει τον ποταμό.
    3