Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασχίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διασχίσω
-
διασφαλίζω
-
σχίζω
-
διαχωρίζω
-
διαφωτίζω
)
Συνώνυμα
περνώ
διαβαίνω
διαπερνώ
προσπερνώ
4
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητοποιούμαι
μένω
3
Ορισμός
Περνώ από τη μια πλευρά στην άλλη ενός χώρου ή μιας περιοχής.
Καλύπτω μια απόσταση ταξιδεύοντας ή κινούμενος.
Επιτυγχάνω να περάσω μέσα από κάτι που εμποδίζει.
3
Παραδείγματα
Διασχίζω τον δρόμο με προσοχή.
Το ποτάμι διασχίζει όλη την κοιλάδα.
Οι αναμνήσεις διασχίζουν το μυαλό μου.
3