1. Λέξη
    διασωστικό (επίθετο) - (παρόμοια: διαγνωστικός - διακριτικό - διασκεδαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • σωτήριος
    • προστατευτικός
    • ανακουφιστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επικίνδυνος
    • καταστροφικός
    • βλαβερός
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τη διάσωση ή την προστασία
    • που βοηθά στην αποφυγή κινδύνου ή ζημιάς
    • που προσφέρει ανακούφιση ή βοήθεια σε δύσκολες καταστάσεις
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι διασωστικές ομάδες έφτασαν στο σημείο του σεισμού για να βοηθήσουν.
    • Η διασωστική ζώνη είναι απαραίτητη για την ασφάλεια των επιβατών.
    • Οι διασωστικές ενέργειες των πυροσβεστών έσωσαν πολλές ζωές.
    3