Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασωστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
διαγνωστικός
-
διακριτικό
-
διασκεδαστικός
)
Συνώνυμα
σωτήριος
προστατευτικός
ανακουφιστικός
3
Αντώνυμα
επικίνδυνος
καταστροφικός
βλαβερός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τη διάσωση ή την προστασία
που βοηθά στην αποφυγή κινδύνου ή ζημιάς
που προσφέρει ανακούφιση ή βοήθεια σε δύσκολες καταστάσεις
3
Παραδείγματα
Οι διασωστικές ομάδες έφτασαν στο σημείο του σεισμού για να βοηθήσουν.
Η διασωστική ζώνη είναι απαραίτητη για την ασφάλεια των επιβατών.
Οι διασωστικές ενέργειες των πυροσβεστών έσωσαν πολλές ζωές.
3