Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασκεδαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διασκεδαστής
-
διαδικαστικός
-
δικαστικός
-
διαστημικός
-
αηδιαστικός
-
διαγνωστικός
-
βιαστικός
-
δραστικός
-
διαφημιστικός
-
διαφωτιστικός
-
διαχωριστικός
-
διαβητικός
-
διασκεδάζω
-
διασωστικό
-
διασκεδάσω
-
αιφνιδιαστικός
-
αστικός
)
Συνώνυμα
διασκεδαστικός
διασκεδαστικός
διασκεδαστικός
3
Αντώνυμα
βαρετός
μονότονος
ανιαρός
3
Ορισμός
Που προκαλεί διασκέδαση ή ευχαρίστηση.
Που χαρίζει ευχαρίστηση και ψυχαγωγία.
2
Παραδείγματα
Η συναυλία ήταν πολύ διασκεδαστική.
Είναι ένας διασκεδαστικός τύπος, πάντα έχει ανέκδοτα να πει.
2