1. Συνώνυμα
    • διασκεδαστικός
    • διασκεδαστικός
    • διασκεδαστικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • βαρετός
    • μονότονος
    • ανιαρός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί διασκέδαση ή ευχαρίστηση.
    • Που χαρίζει ευχαρίστηση και ψυχαγωγία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η συναυλία ήταν πολύ διασκεδαστική.
    • Είναι ένας διασκεδαστικός τύπος, πάντα έχει ανέκδοτα να πει.
    2