Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διατηρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διατηρήσω
)
Συνώνυμα
διασώζω
κρατώ
συντηρώ
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
αφήνω
χαλάω
3
Ορισμός
Να κρατάω κάτι σε καλή κατάσταση ή να το προστατεύω από φθορά.
Να συνεχίζω να έχω ή να κατέχω κάτι.
Να διασώζω κάτι σε μια συγκεκριμένη μορφή ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Διατηρώ το σπίτι μου καθαρό και τακτοποιημένο.
Πρέπει να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας ζωντανές.
Οι αρχαίοι Έλληνες διατήρησαν πολλά γραπτά έργα.
3