1. Λέξη
    διατηρώ (ρήμα) - (παρόμοια: διατηρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • διασώζω
    • κρατώ
    • συντηρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • αφήνω
    • χαλάω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κρατάω κάτι σε καλή κατάσταση ή να το προστατεύω από φθορά.
    • Να συνεχίζω να έχω ή να κατέχω κάτι.
    • Να διασώζω κάτι σε μια συγκεκριμένη μορφή ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Διατηρώ το σπίτι μου καθαρό και τακτοποιημένο.
    • Πρέπει να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας ζωντανές.
    • Οι αρχαίοι Έλληνες διατήρησαν πολλά γραπτά έργα.
    3