Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διατηρήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διατηρώ
-
τηρήσω
-
διατάσσω
)
Συνώνυμα
κρατώ
διαφυλάσσω
συντηρώ
3
Αντώνυμα
αφήνω
εγκαταλείπω
χαλάω
3
Ορισμός
Να κρατήσω κάτι στην ίδια κατάσταση ή θέση.
Να διατηρήσω κάτι σε καλή κατάσταση ή υγεία.
Να συνεχίσω να έχω ή να κατέχω κάτι.
3
Παραδείγματα
Θα διατηρήσω την ησυχία μου παρά τις δυσκολίες.
Πρέπει να διατηρήσουμε το πάρκο καθαρό.
Διατήρησε τις φιλίες του από τα παιδικά του χρόνια.
3