1. Λέξη
    διατηρήσω (ρήμα) - (παρόμοια: διατηρώ - τηρήσω - διατάσσω)
  2. Συνώνυμα
    • κρατώ
    • διαφυλάσσω
    • συντηρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • χαλάω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κρατήσω κάτι στην ίδια κατάσταση ή θέση.
    • Να διατηρήσω κάτι σε καλή κατάσταση ή υγεία.
    • Να συνεχίσω να έχω ή να κατέχω κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα διατηρήσω την ησυχία μου παρά τις δυσκολίες.
    • Πρέπει να διατηρήσουμε το πάρκο καθαρό.
    • Διατήρησε τις φιλίες του από τα παιδικά του χρόνια.
    3