Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφέρω (ρήμα) - (παρόμοια:
ενδιαφέρω
-
διαφθείρω
-
ενδιαφέρων
)
Συνώνυμα
διακρίνομαι
ξεχωρίζω
διαφοροποιούμαι
3
Αντώνυμα
ομοιάζω
ταυτίζομαι
συμπίπτω
3
Ορισμός
1. Να είμαι διαφορετικός από κάποιον ή κάτι.
2. Να έχω διαφορετική άποψη ή στάση.
3. Να ξεχωρίζω λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών.
3
Παραδείγματα
1. Οι απόψεις μας διαφέρουν σχετικά με αυτό το θέμα.
2. Η νέα μοντέλα διαφέρει από την προηγούμενη σε πολλά σημεία.
3. Διαφέρει από τους υπόλοιπους συναδέλφους του λόγω της δημιουργικότητάς του.
3