1. Λέξη
    διαφέρω (ρήμα) - (παρόμοια: ενδιαφέρω - διαφθείρω - ενδιαφέρων)
  2. Συνώνυμα
    • διακρίνομαι
    • ξεχωρίζω
    • διαφοροποιούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ομοιάζω
    • ταυτίζομαι
    • συμπίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Να είμαι διαφορετικός από κάποιον ή κάτι.
    • 2. Να έχω διαφορετική άποψη ή στάση.
    • 3. Να ξεχωρίζω λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών.
    3
  5. Παραδείγματα
    • 1. Οι απόψεις μας διαφέρουν σχετικά με αυτό το θέμα.
    • 2. Η νέα μοντέλα διαφέρει από την προηγούμενη σε πολλά σημεία.
    • 3. Διαφέρει από τους υπόλοιπους συναδέλφους του λόγω της δημιουργικότητάς του.
    3