1. Λέξη
    διαφθείρω (ρήμα) - (παρόμοια: φθείρω - διαφέρω - διαφθορά - διεγείρω)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • φθείρω
    • αλλοιώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • ανανεώνω
    • επανορθώνω
    • συντηρώ
    4
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ φθορά ή βλάβη σε κάτι.
    • Κάνω κάτι να χάσει την αρχική του κατάσταση ή ποιότητα.
    • Επηρεάζω αρνητικά την ηθική ή τη συμπεριφορά κάποιου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η υγρασία μπορεί να διαφθείρει τα ξύλινα έπιπλα με το πέρασμα του χρόνου.
    • Οι κακές συντροφιές μπορούν να διαφθείρουν ένα νέο άτομο.
    • Η πολιτική διαφθορά διαφθείρει τις δημοκρατικές θεσμικές δομές.
    3