Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαφθείρω (ρήμα) - (παρόμοια:
φθείρω
-
διαφέρω
-
διαφθορά
-
διεγείρω
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
φθείρω
αλλοιώνω
4
Αντώνυμα
επισκευάζω
ανανεώνω
επανορθώνω
συντηρώ
4
Ορισμός
Προκαλώ φθορά ή βλάβη σε κάτι.
Κάνω κάτι να χάσει την αρχική του κατάσταση ή ποιότητα.
Επηρεάζω αρνητικά την ηθική ή τη συμπεριφορά κάποιου.
3
Παραδείγματα
Η υγρασία μπορεί να διαφθείρει τα ξύλινα έπιπλα με το πέρασμα του χρόνου.
Οι κακές συντροφιές μπορούν να διαφθείρουν ένα νέο άτομο.
Η πολιτική διαφθορά διαφθείρει τις δημοκρατικές θεσμικές δομές.
3