1. Λέξη
    διευθετηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: διευθετώ)
  2. Συνώνυμα
    • διευθετώ
    • κανονίζω
    • ρυθμίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • αμελώ
    • παραμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • να οργανωθώ ή να ρυθμιστώ με τρόπο ώστε να λυθεί ένα πρόβλημα ή να εξαλειφθεί μια δυσκολία
    • να ολοκληρωθεί μια διαδικασία ή μια υπόθεση με επιτυχή τρόπο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το θέμα θα διευθετηθεί σύντομα από την επιτροπή.
    • Μετά από πολλές προσπάθειες, τα χρέη του διευθετήθηκαν.
    2