Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διευθετηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διευθετώ
)
Συνώνυμα
διευθετώ
κανονίζω
ρυθμίζω
3
Αντώνυμα
αφήνω
αμελώ
παραμελώ
3
Ορισμός
να οργανωθώ ή να ρυθμιστώ με τρόπο ώστε να λυθεί ένα πρόβλημα ή να εξαλειφθεί μια δυσκολία
να ολοκληρωθεί μια διαδικασία ή μια υπόθεση με επιτυχή τρόπο
2
Παραδείγματα
Το θέμα θα διευθετηθεί σύντομα από την επιτροπή.
Μετά από πολλές προσπάθειες, τα χρέη του διευθετήθηκαν.
2