Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διευθετώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διευθετηθώ
-
διευθύνω
-
διευθύνων
)
Συνώνυμα
οργανώνω
ρυθμίζω
κανονίζω
διορθώνω
4
Αντώνυμα
αναστατώνω
χαλώ
αποδιοργανώνω
3
Ορισμός
να οργανώσω ή να κανονίσω κάτι με τρόπο ώστε να λειτουργεί σωστά
να επιλύσω ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία
να κανονίσω μια υπόθεση ώστε να ολοκληρωθεί
3
Παραδείγματα
Πρέπει να διευθετήσουμε τα οικονομικά πριν φύγουμε για διακοπές.
Ο διευθυντής διέθετε όλο το προσωπικό για να διευθετήσει την έκτακτη ανάγκη.
Μετά από πολλές συζητήσεις, κατάφεραν να διευθετήσουν τη διαφωνία τους.
3