1. Λέξη
    διευθετώ (ρήμα) - (παρόμοια: διευθετηθώ - διευθύνω - διευθύνων)
  2. Συνώνυμα
    • οργανώνω
    • ρυθμίζω
    • κανονίζω
    • διορθώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αναστατώνω
    • χαλώ
    • αποδιοργανώνω
    3
  4. Ορισμός
    • να οργανώσω ή να κανονίσω κάτι με τρόπο ώστε να λειτουργεί σωστά
    • να επιλύσω ένα πρόβλημα ή μια δυσκολία
    • να κανονίσω μια υπόθεση ώστε να ολοκληρωθεί
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να διευθετήσουμε τα οικονομικά πριν φύγουμε για διακοπές.
    • Ο διευθυντής διέθετε όλο το προσωπικό για να διευθετήσει την έκτακτη ανάγκη.
    • Μετά από πολλές συζητήσεις, κατάφεραν να διευθετήσουν τη διαφωνία τους.
    3