Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικιά (επίθετο) - (παρόμοια:
δικά
)
Συνώνυμα
ιδιαίτερη
προσωπική
ατομική
3
Αντώνυμα
κοινή
ομαδική
συλλογική
3
Ορισμός
Ανήκει ή σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο άτομο ή πράγμα.
Χαρακτηριστικό που διακρίνει κάποιον ή κάτι από άλλους.
2
Παραδείγματα
Αυτό είναι το δικό μου βιβλίο.
Η δικιά μου γνώμη διαφέρει από τη δική σου.
2