Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικά (επίθετο) - (παρόμοια:
δικάζω
-
διεξοδικά
-
δικιά
-
δικός
-
δικάζομαι
)
Συνώνυμα
δίκαια
δίκαιοι
δίκαιες
3
Αντώνυμα
άδικα
άδικοι
άδικες
3
Ορισμός
Αυτά που ανήκουν ή αναφέρονται σε δύο άτομα ή πράγματα.
Αυτά που γίνονται σύμφωνα με τη δικαιοσύνη ή το νόμο.
2
Παραδείγματα
Τα δικά μου βιβλία είναι στο ράφι.
Οι δικές τους απόψεις διαφέρουν από τις δικές μας.
2