Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διπλασιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διπλασιάσω
-
διπλασιάζομαι
)
Συνώνυμα
διπλασιάζω
πολλαπλασιάζω
αυξάνω
3
Αντώνυμα
μειώνω
υποδιπλασιάζω
ελαττώνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι διπλάσιο σε ποσότητα ή μέγεθος.
Να αυξάνω κατά το διπλάσιο.
2
Παραδείγματα
Αν διπλασιάσεις την ποσότητα του ζάχαρης, η γλύκα θα αυξηθεί.
Ο πληθυσμός της πόλης διπλασιάστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια.
2