1. Λέξη
    διπλασιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: διπλασιάσω - διπλασιάζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διπλασιάζω
    • πολλαπλασιάζω
    • αυξάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μειώνω
    • υποδιπλασιάζω
    • ελαττώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι διπλάσιο σε ποσότητα ή μέγεθος.
    • Να αυξάνω κατά το διπλάσιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αν διπλασιάσεις την ποσότητα του ζάχαρης, η γλύκα θα αυξηθεί.
    • Ο πληθυσμός της πόλης διπλασιάστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια.
    2