1. Συνώνυμα
    • διπλασιάζω
    • πολλαπλασιάζομαι
    • αυξάνομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • μειώνομαι
    • ελαττώνομαι
    • υποδιπλασιάζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να γίνομαι διπλάσιος σε ποσότητα ή μέγεθος.
    • Να αυξάνομαι κατά το διπλάσιο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο πληθυσμός της πόλης διπλασιάστηκε σε δέκα χρόνια.
    • Οι αποδοχές μου διπλασιάστηκαν μετά την προαγωγή μου.
    2