Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διπλωμάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διπλωματία
-
διπλωματική
)
Συνώνυμα
πρεσβευτής
απεσταλμένος
αξιωματούχος
3
Αντώνυμα
άσχετος
ιδιώτης
2
Ορισμός
Άτομο που εκπροσωπεί μια χώρα σε διεθνές επίπεδο και ασχολείται με τη διπλωματία.
Πρόσωπο που έχει την ικανότητα να διαχειρίζεται ευφυώς και διακριτικά δύσκολες καταστάσεις.
2
Παραδείγματα
Ο διπλωμάτης συναντήθηκε με τον πρόεδρο για να συζητήσουν ειρηνευτικές συμφωνίες.
Έδειξε τις ικανότητες ενός καλού διπλωμάτη όταν έλυσε τη διαμάχη χωρίς συγκρούσεις.
2