Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διπλωματική (επίθετο) - (παρόμοια:
διπλωματικός
-
διπλωματία
-
διπλωμάτης
)
Συνώνυμα
πολιτική
διαπραγματευτική
εξυπνάδικη
3
Αντώνυμα
απροσάρμοστη
αγενής
απειλητική
3
Ορισμός
Σχετικός με τη διπλωματία ή τους διπλωμάτες.
Έξυπνος και τακτικός στην προσέγγιση, ιδιαίτερα σε ευαίσθητες καταστάσεις.
2
Παραδείγματα
Η διπλωματική προσέγγιση του υπουργού βοήθησε στην επίλυση της κρίσης.
Έδειξε διπλωματική συμπεριφορά απέναντι στους συναδέλφους του.
2