1. Λέξη
    δισταγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διστακτικός)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιβολία
    • διστακτικότητα
    • διάσταση
    • αβέβαιότητα
    4
  3. Αντώνυμα
    • βεβαιότητα
    • συγκατάθεση
    • αποφασιστικότητα
    • εμπιστοσύνη
    4
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της αβεβαιότητας ή της δυσπιστίας που οδηγεί σε διστακτικότητα.
    • Η δυσκολία να ληφθεί μια απόφαση λόγω αμφιβολιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δισταγμός του να πάρει την τελική απόφαση τον οδήγησε σε απώλειες.
    • Η έκφραση δισταγμού στο πρόσωπό της ήταν εμφανής.
    2