Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δισταγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διστακτικός
)
Συνώνυμα
αμφιβολία
διστακτικότητα
διάσταση
αβέβαιότητα
4
Αντώνυμα
βεβαιότητα
συγκατάθεση
αποφασιστικότητα
εμπιστοσύνη
4
Ορισμός
Η αίσθηση της αβεβαιότητας ή της δυσπιστίας που οδηγεί σε διστακτικότητα.
Η δυσκολία να ληφθεί μια απόφαση λόγω αμφιβολιών.
2
Παραδείγματα
Ο δισταγμός του να πάρει την τελική απόφαση τον οδήγησε σε απώλειες.
Η έκφραση δισταγμού στο πρόσωπό της ήταν εμφανής.
2