1. Συνώνυμα
    • αβέβαιος
    • διστακτικός
    • αμφιταλαντευόμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποφασιστικός
    • βεβαιος
    • σιγουρος
    3
  3. Ορισμός
    • Που διστάζει, που δεν είναι σίγουρος ή αποφασιστικός.
    • Που εκφράζει δισταγμό ή αβεβαιότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν διστακτικός όταν του ζητήθηκε να πάρει μια σημαντική απόφαση.
    • Η διστακτική του απάντηση έδειχνε ότι δεν ήταν σίγουρος για το τι ήθελε.
    2