Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δονητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διακινητής
-
προπονητής
)
Συνώνυμα
δονητής
δονητικό όργανο
δονητική συσκευή
3
Αντώνυμα
σταθερός
ακίνητος
2
Ορισμός
Μηχανισμός ή συσκευή που προκαλεί δόνηση.
Συσκευή που μετατρέπει ηλεκτρική ενέργεια σε μηχανικές δονήσεις.
2
Παραδείγματα
Ο δονητής χρησιμοποιείται σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές.
Ο ηλεκτρικός δονητής βοηθά στη συμπύκνωση του σκυροδέματος.
2