1. Λέξη
    δονητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διακινητής - προπονητής)
  2. Συνώνυμα
    • δονητής
    • δονητικό όργανο
    • δονητική συσκευή
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερός
    • ακίνητος
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχανισμός ή συσκευή που προκαλεί δόνηση.
    • Συσκευή που μετατρέπει ηλεκτρική ενέργεια σε μηχανικές δονήσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δονητής χρησιμοποιείται σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές.
    • Ο ηλεκτρικός δονητής βοηθά στη συμπύκνωση του σκυροδέματος.
    2