Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακινητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διακινώ
-
διακοσμητής
-
διαιτητής
-
δονητής
-
διακομιστής
)
Συνώνυμα
μεσάζων
πωλητής
εμπορευματομεσιτής
3
Αντώνυμα
αγοραστής
καταναλωτής
2
Ορισμός
Πρόσωπο ή οντότητα που εμπλέκεται στην πώληση ή διακίνηση αγαθών, συχνά χωρίς να είναι ο παραγωγός ή ο τελικός καταναλωτής.
Όποιος διευκολύνει τη μεταφορά ή την εμπορία παράνομων ή ύποπτων αγαθών.
2
Παραδείγματα
Ο διακινητής πούλησε τα προϊόντα σε διάφορα καταστήματα.
Συνελήφθη ένας διακινητής ναρκωτικών στην Αθήνα.
2