Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δράστης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δράσω
-
δράση
)
Συνώνυμα
ενάγων
αιτιολογικός
υπεύθυνος
3
Αντώνυμα
θύμα
αθώος
2
Ορισμός
Ο άνθρωπος που έχει κάνει κάτι, ιδιαίτερα κάτι κακό ή παράνομο.
Αυτός που ενεργεί ή προκαλεί μια κατάσταση ή γεγονός.
2
Παραδείγματα
Ο δράστης της κλοπής συνελήφθη από την αστυνομία.
Ο δράστης της επίθεσης παραμένει άγνωστος.
2