Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυνατός (επίθετο) - (παρόμοια:
δυνατά
-
δυνατότητα
-
δυναμικός
)
Συνώνυμα
ισχυρός
ρωμαλέος
ενεργητικός
3
Αντώνυμα
αδύναμος
ασθενής
ανίσχυρος
3
Ορισμός
Όταν κάποιος ή κάτι έχει μεγάλη φυσική ή ψυχική δύναμη.
Όταν κάτι έχει μεγάλη επίδραση ή ισχύ.
2
Παραδείγματα
Ο αθλητής ήταν πολύ δυνατός και κατάφερε να σηκώσει το βάρος.
Η δυνατή καταιγίδα προκάλεσε ζημιές στην περιοχή.
2