1. Λέξη
    δυνατός (επίθετο) - (παρόμοια: δυνατά - δυνατότητα - δυναμικός)
  2. Συνώνυμα
    • ισχυρός
    • ρωμαλέος
    • ενεργητικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμος
    • ασθενής
    • ανίσχυρος
    3
  4. Ορισμός
    • Όταν κάποιος ή κάτι έχει μεγάλη φυσική ή ψυχική δύναμη.
    • Όταν κάτι έχει μεγάλη επίδραση ή ισχύ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής ήταν πολύ δυνατός και κατάφερε να σηκώσει το βάρος.
    • Η δυνατή καταιγίδα προκάλεσε ζημιές στην περιοχή.
    2