Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυνατότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δυνατός
-
ορατότητα
-
δυνατά
)
Συνώνυμα
ικανότητα
δύναμη
ευκαιρία
3
Αντώνυμα
αδυναμία
ανικανότητα
2
Ορισμός
Η ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι ή να επιτύχει έναν στόχο.
Η δυνατότητα που παρέχεται από τις συνθήκες ή τις περιστάσεις για να γίνει κάτι.
2
Παραδείγματα
Η δυνατότητα να ταξιδέψεις στο εξωτερικό είναι μια μεγάλη ευκαιρία.
Η νέα τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνούμε πιο γρήγορα.
2