Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυστυχής (επίθετο) - (παρόμοια:
δυστυχώς
-
δυστυχία
-
δυστυχισμένος
)
Συνώνυμα
θλιμμένος
λυπημένος
κατηφής
3
Αντώνυμα
ευτυχής
χαρούμενος
περιχαρής
3
Ορισμός
που βιώνει ή εκφράζει δυστυχία
που χαρακτηρίζεται από θλίψη ή απογοήτευση
που στερείται ευτυχίας ή ευχαρίστησης
3
Παραδείγματα
Ο δυστυχής άνθρωπος έκλαιγε μόνος του.
Μια δυστυχής ιστορία που συγκλόνισε όλους.
Ένιωθε δυστυχής παρά την επιφανειακή ευημερία του.
3