Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυστυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δυστυχώς
-
δυστυχής
-
δυστυχισμένος
)
Συνώνυμα
θλίψη
λύπη
κατάθλιψη
πένθος
4
Αντώνυμα
ευτυχία
χαρά
ευδαιμονία
αγαλλίαση
4
Ορισμός
Η κατάσταση ή η αίσθηση της έλλειψης ευτυχίας ή της δυσαρέσκειας.
Μια δυσάρεστη ή οδυνηρή εμπειρία.
2
Παραδείγματα
Η δυστυχία της απώλειας του αγαπημένου της την έκανε να νιώθει άδεια.
Η δυστυχία μπορεί να είναι ένα ισχυρό κίνητρο για αλλαγή στη ζωή κάποιου.
2