1. Λέξη
    δυστυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δυστυχώς - δυστυχής - δυστυχισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • θλίψη
    • λύπη
    • κατάθλιψη
    • πένθος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ευτυχία
    • χαρά
    • ευδαιμονία
    • αγαλλίαση
    4
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η αίσθηση της έλλειψης ευτυχίας ή της δυσαρέσκειας.
    • Μια δυσάρεστη ή οδυνηρή εμπειρία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δυστυχία της απώλειας του αγαπημένου της την έκανε να νιώθει άδεια.
    • Η δυστυχία μπορεί να είναι ένα ισχυρό κίνητρο για αλλαγή στη ζωή κάποιου.
    2